- προπυρήνας
- [-ην (-ήνος)] ο биол ядро оплодотворённой яйцеклетки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προπυρήνας — ο, Ν βιολ. 1. ο πυρήνας ενός γεννητικού κυττάρου ωαρίου, σπερματοζωαρίου ή κόκκου γύρεως, που έχει τον μισό αριθμό χρωματοσωμάτων τού είδους 2. φρ. α) «θηλυκός προπυρήνας» ο πυρήνας τού ωαρίου, που καταλαμβάνει το κέντρο του μετά την απελευθέρωση … Dictionary of Greek
πολυσπερμία — Εισχώρηση περισσότερων από ένα σπερματοζωαρίων μέσα στο ώριμο ωάριο (αλλιώς υπεργονιμοποίηση). Κανονικά, το ώριμο ωάριο γονιμοποιείται με την είσοδο στο εσωτερικό του ενός μόνο σπερματοζωαρίου. Το γονιμοποιημένο ωό περιβάλλεται αμέσως από μια… … Dictionary of Greek